κοφινάς — ο θηλ. κοφινού αυτός που κατασκευάζει κοφίνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
List of municipalities and communities in Greece — This is an alphabetical list of municipalities and communities in Greece. For an ordered list of cities with population over 30,000 see List of cities in Greece. A B C D E F G H I K L M N O P R S T V X Y Z See also A Name Greek name Prefecture A … Wikipedia
Kofinas — (Κόφινας) is a municipality in the Heraklion Prefecture, Crete, Greece. Population 5,338 (2001). The seat of the municipality is in Asimi … Wikipedia
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
κοφίνι — το (AM κοφίνιον) σκεύος από πλεκτά κλαδιά λυγαριάς ή καλαμιάς το οποίο χρησιμεύει για εναπόθεση και μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, μεγάλο καλάθι, κόφινος νεοελλ. 1. κυψέλη μελισσών 2. φρ. «στο καλάθι δεν χωράει και στο κοφίνι περισσεύει» λέγεται … Dictionary of Greek
Γεροπόταμος — Ονομασία δύο ποταμών της Κρήτης. 1. Ποταμός (ρέμα) στον νομό Ρεθύμνης, που πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ψηλορείτη και εκβάλλει στο Κρητικό πέλαγος, κοντά στο Πάνορμο. Λέγεται επίσης Μυλοπόταμος και Αυλοπόταμος. Πολλοί τον ταυτίζουν με τον… … Dictionary of Greek
Δωράκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 30 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες απολήξεις του όρους Κόφινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστερουσίων … Dictionary of Greek
Ηρακλείου, νομός — Νομός (2.641 τ. χλμ., 578.251 κάτ.) της κεντρικής ανατολικής Κρήτης, που υπάγεται στην περιφέρεια Κρήτης. Συνορεύει στα Α με τον νομό Λασιθίου και στα Δ με τον νομό Ρεθύμνης. Στα Β βρέχεται από το Κρητικό πέλαγος και στα Ν από το Λιβυκό. Η… … Dictionary of Greek
Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… … Dictionary of Greek